- κακάβι
- το βλ. κακκάβι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακάβι — το 1. χύτρα, λεβέτι, καζάνι. 2. ονομασία της πέρδικας (εξαιτίας των φθόγγων του κελαηδήματός της) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακαβιά — η 1. όσο μπορεί να χωρέσει το κακάβι (βλ. λ.), η καζανιά. 2. ψαρόσουπα από πολλά μικρά ψάρια, που τη φτιάχνουν κυρίως οι ψαράδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)